- νεήφατος
- νεήφατος, -ον (Α)(ποιητ. τ.) αυτός που λέχθηκε ή που ακούστηκε για πρώτη φορά, ο λεγόμενος για πρώτη φορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)*- + -φατος (< φημί), πρβλ. θεό-φατος, παλαί-φατος. Το -η- τού τ. (αντί νεόφατος) οφείλεται σε μετρικούς λόγους για την αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].
Dictionary of Greek. 2013.